καταγυμνώνω

καταγυμνώνω
καταγύμνωσα, καταγυμνώθηκα, καταγυμνωμένος
1. ξεγυμνώνω κάποιον, τον γδύνω: Oι ληστές, αφού τους πήραν όλα τα χρήματα, τους καταγύμνωσαν κιόλας για τους πάρουν τα ρούχα.
2. κλέβω από κάποιον όλα του τα υπάρχοντα: Οι κλέφτες καταγύμνωσαν το σπίτι του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταγυμνώνω — (Α καταγυμνῶ, όω) γυμνώνω κάποιον ή κάτι τελείως («μέλλων καταγυμνωθεῑσαν ὁρᾱν», Αρισταίν.) νεοελλ. αφαιρώ από κάποιον με κλοπή, δόλο ή εκβιασμό όλα του τα υπάρχοντα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”