- καταγυμνώνω
- καταγύμνωσα, καταγυμνώθηκα, καταγυμνωμένος1. ξεγυμνώνω κάποιον, τον γδύνω: Oι ληστές, αφού τους πήραν όλα τα χρήματα, τους καταγύμνωσαν κιόλας για τους πάρουν τα ρούχα.2. κλέβω από κάποιον όλα του τα υπάρχοντα: Οι κλέφτες καταγύμνωσαν το σπίτι του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.